- peltastae
- peltastae arum, m , πελτασταί, soldiers armed with the pelt, peltasts, L., N.
Latin-English dictionary. 2013.
Latin-English dictionary. 2013.
πέλτη — η, ΝΑ, δωρ. τ. πέλτα, Α μικρή και ελαφρά ασπίδα, χωρίς γύρο, σχήματος μηνοειδούς, συνήθως πλεκτή από κλωνάρια ιτιάς που καλυπτόταν με γίδινο δέρμα αρχ. 1. το σώμα τών πελταστών 2. κόσμημα αλόγου 3. παλτό, κοντάρι 4. (κατά τον Ησύχ.) δόρυ, ακόντιο … Dictionary of Greek